- βαλανοφάγος
- οαυτός που τρέφεται με βαλανίδια: Τα αγριογούρουνα είναι βαλανοφάγα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.